βαρβατεύω

βαρβατεύω
[βαρβάτος]
1. αρχίζω να αισθάνομαι τη γενετήσια ορμή
2. συμπεριφέρομαι με απρέπεια
3. δυναμώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βαρβατεύω — εψα, βαρβατεμένος, και βαρβατιάζω ιασα, βαρβατιασμένος 1. βρίσκομαι σε γενετήσιο οργασμό, βρίσκομαι σε περίοδο έντονης σεξουαλικής επιθυμίας: Τα κριάρια βαρβατεύουν το καλοκαίρι. 2. γίνομαι ζωηρός, ορμητικός, δυνατός: Όσο χειμωνιάζει, βαρβατεύουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αβαρβάτευτος — η, ο [βαρβατεύω] 1. αυτός που δεν βαρβατεύτηκε 2. αυτός που δεν βρίσκεται σε γενετήριο οργασμό …   Dictionary of Greek

  • βαρβατιάζω — [βαρβάτος] 1. βαρβατεύω 2. αυξάνομαι …   Dictionary of Greek

  • γαυριάζω — 1. (για ανθρώπους και ζώα) κατέχομαι από σφοδρή σαρκική ορμή, βαρβατεύω 2. γαυριώ*, καμαρώνω 3. εκδηλώνω όλη μου τη ζωτικότητα για να πετύχω κάτι 4. εξαγριώνομαι, μαίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. γαυριώ, με μεταπλασμό κατά τα εις ζω (πρβλ. ρουφίζω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”